- θορόνιο
- τοχημ.ισότοπο τού ραδιενεργού χημικού στοιχείου και ευγενούς αερίου ραδόνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thoron < thor- < thorium (πρβλ. θόριον) + -on].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek
ραδιενεργός — ό, θηλ. και ή, Ν (φυσ. χημ.) 1. αυτός που εκπέμπει ραδιενέργεια 2. φρ. α) «ραδιενεργός οικογένεια» βλ. οικογένεια β) «ραδιενεργά ορυκτά» (ορυκτ.) ορυκτά με ραδιενεργές ιδιότητες, τα οποία συνιστούν δύο ομάδες, την ομάδα τού ουρανίου και την ομάδα … Dictionary of Greek
ραδόνιο — Ραδιενεργό στοιχείο με σύμβολο Rn· ανήκει στην ομάδα μηδέν (ομάδα των ευγενών αερίων) του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 86, ατομικό βάρος 222 και 17 ισότοπα, από τα οποία τα τρία είναι φυσικά. Οφείλει το όνομά του στο… … Dictionary of Greek